-
1 транспорт
транспорт м τα μέσα συγκοινωνίας (или μεταφοράς); водный \транспорт η υδάτινη (или θαλάσσια) συγκοινωνία* * *мτα μέσα συγκοινωνίας ( или μεταφοράς)во́дный тра́нспорт — η υδάτινη ( или θαλάσσια) συγκοινωνία
-
2 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
3 сообщение
-я ουδ.1. ανακοίνωση•сообщение ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ•
сообщение тайных сведений ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών.
2. είδηση•последние -я с фронта οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο.
|| έκθεση• εισήγηση.3. επικοινωνία•телефонное сообщение τηλεφωνική επικοινωνία.
|| συγκοινωνία•пути -я συγκοινωνιακές αρτηρίες•
морское сообщение θαλάσσια συγκοινωνία•
речное сообщение ποτάμια συγκοινωνία•
железнодорожное сообщение σιδηροδρομική συγκοινωνία.
-
4 транспорт
1. (средства перевозки) τα μεταφορικά μέσαη συγκοινωνίατα μέσα μεταφοράςводный - οι θαλάσσιες μεταφορές, η θαλάσσια συγκοινωνίαвоздушный - οι εναέριες μεταφορές, η αεροπορική συγκοινωνία2. хим. η μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транспорт
-
5 водный
επ.υδάτινος, του νερού•водный раствор υδάτινο διάλυμα•
-ое пространство υδάτινη έκταση•
водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•
водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•
-путь θαλάσσια συγκοινωνία.
См. также в других словарях:
ατμοπλοΐα — η 1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια 2. ατμοπλοϊκή εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοΐα < πλο ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
Μανίλα — (Manila). Πόλη (1.581.082 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα των Φιλιππίνων και της Περιφέρειας Εθνικής Πρωτεύουσας (636 τ. χλμ., 9.906.048 κάτ.). Βρίσκεται στο νησί Λουζόν, στην ανατολική ακτή του κόλπου της Μανίλα, στο δέλτα του ποταμού Πάσιγκ. Είναι … Dictionary of Greek
ακτοπλοΐα — η η θαλάσσια συγκοινωνία από λιμάνι σε λιμάνι του ίδιου κράτους: Η ακτοπλοΐα δεν έχει τους κινδύνους της ποντοπλοΐας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek